Πως σουλουπώνεται ένα σκυλί που έχει τραβήξει αυτά που τράβηξε ο Bruno; Με πολλή υπομονή, με πολλή αγάπη, και με πολλή παρατηρητικότητα και ενσυμπάθεια.
Το πρώτο που έγινε προφανές, ιδιαίτερα μετά από το τρίτο δάγκωμα, είναι ότι ο Bruno δεν ήξερε τι είναι η οικειότητα. Αντιλαμβανόταν και την φυσική και την πνευματική επαφή ως απειλητικές παραβιάσεις του προσωπικού του χώρου. Σαν να μην τον είχανε χαϊδέψει ποτέ. Του άρεσαν μεν τα χάδια, αλλά τα φοβότανε συγχρόνως. Δεν τα ζητούσε ποτέ μόνος του και προτιμούσε να κάθεται σε κάποια απόσταση. Το ίδιο και με το να τον κοιτάς στα μάτια: το θεωρούσε απειλή. Η πρώτη μου δουλειά λοιπόν ήταν να να τον βοηθήσω να τα ξεπεράσει αυτά.
Τα χάδια ήταν μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Αν συνέχιζα να τον χαϊδεύω θα με ξαναδάγκωνε κι αν δεν τον χάιδευα δεν θα μάθαινε ποτέ. Τι να κάνω κι εγώ, πήρα μια βούρτσα και τον βούρτσιζα. Καθημερινά. Απ’ την μια η βούρτσα πρόσθετε 10-15 εκατοστά στο μήκος του χεριού μου και έλεγα ότι αν γυρίσει να μ’ αρπάξει – κι αν είμαι τυχερός – μπορεί ν’ αρπάξει την βούρτσα και να γλυτώσει το χέρι μου. Απ’ την άλλη η βούρτσα δεν μεταδίδει την ίδια τρυφερότητα που μεταδίδει το χέρι, οπόταν και από άποψη ανεπιθύμητης οικειότητας η βούρτσα ήταν καλύτερη, τουλάχιστον για ένα πρώτο διάστημα. Και πράγματι, έκανε την δουλειά της και αρχές Αυγούστου του 2019 ξανάρχισα να τον χαϊδεύω, πρώτα επίτηδες χωρίς πολλές τρυφερότητες, και μετά σιγά-σιγά πιο συναισθηματικά και οικεία. Το πρωταρχικό ήταν να μάθει ότι τα χέρια μου δεν δέρνουνε και να πάψει να τα φοβάται· όλα τα άλλα έπονταν.
Άλλος τρόπος να το μάθει αυτό ήταν βέβαια το φαγητό. Είναι φοβερά λαίμαργος – η γειτόνισσα η Αγαθή τον λέει κοιλιόδουλο χλαπάκουλα – και αυτό μπορούσε να αξιοποιηθεί. Τό ‘κανα λοιπόν συνήθεια μέρα παρά μέρα να τους δίνω κολατσιό με το χέρι. Μια μπανάνα, ένα ροδάκινο, λίγο πεπόνι, μερικά λουκανικάκια από ‘κείνα τα πολύ μικρά που έχει στο Bazaar, κάτι τέλος πάντων, αλλά πάντα απ’ το χέρι στο στόμα και μιλώντας τους. «Ένα για την Ερατώ κι ένα για τον Μπρούνο. Ένα για την Ερατούλα κι ένα για τον Μπρουνάκη. Κι άλλο ένα για το Ερατίδιο κι άλλο ένα για το Μπρουνίδιο», μπουρ, μπουρ, μπουρ, δεν έχει σημασία τι έλεγα, αλλά το ότι τα λόγια μου δημιουργούσαν ατμόσφαιρα οικειότητας την ώρα που το μυαλό του Bruno ήταν τελείως σφηνωμένο στο φαγητό και δεν προλάβαινε να φοβηθεί την οικειότητα. Και μάθαινε συγχρόνως ότι τα χέρια τα δικά μου ταΐζουνε, δεν δέρνουνε.
Για το πρόβλημα των ματιών έκλεψα πατέντα από τις γάτες. Πως σε κοιτάνε και κλείνουνε τα μάτια τους για να δείξουν ότι σ’ εμπιστεύονται; Ε, άρχισα κι εγώ να κάνω το ίδιο με τον Bruno. Συνήθως όταν καθόταν αυτός στο χωλ κι εγώ στο γραφείο στο σαλόνι, ώστε ήδη η απόσταση μεταξύ μας να του προσφέρει ασφάλεια απ’ τις φοβίες του (κι εμένα από τα δόντια του), τον κοιτούσα στα μάτια και του μιλούσα καθησυχαστικά σε πολύ χαμηλό τόνο, σχεδόν ψιθυριστά, κλείνοντας σιγά-σιγά τα μάτια μου μέχρι να κλείσουν τελείως, και συνέχιζα να ψιθυρίζω τρυφερές μαλακίες με τα μάτια κλειστά (και τ’ αυτιά μου ορθάνοιχτα). Αποδείχθηκε εξαιρετική μέθοδος. Σύντομα άρχισε να με μιμείται και να κλείνει κι εκείνος τα μάτια μοιάζοντας υπνωτισμένος, κι έτσι με τον καιρό ξεπεράσαμε και το πρόβλημα των ματιών.
Όλα αυτά γίνονταν το καλοκαίρι του 2019. Τον πρώτο μήνα τον είχα κλεισμένο στο σαλόνι γιατί είχαν τρομοκρατηθεί οι γάτες μ’ αυτό το τεράστιο τέρας που έφερα στο σπίτι κι έπρεπε να έχουν κι εκείνες ένα χώρο όπου να νοιώθουν ασφαλείς. Βέβαια είχα ήδη την Ερατώ σχεδόν ένα χρόνο, αλλά η Ερατώ είναι πολύ πιο μικρή και ήταν απ’ την πρώτη μέρα πολύ φιλική με τις γάτες και την είχαν μάθει. Ο Bruno δεν φαινότανε να ξέρει από γάτες κι είχε και τις φοβίες του, οπόταν έπρεπε κι εγώ να φυλάω λιγάκι τα ρούχα των γατιών. Κι η μοναξιά του ήταν μικρή, γιατί κι εγώ απ’ το πρωί ως το βράδυ στο σαλόνι καθόμουνα. Ήταν κλειστό με τρόπο που δεν μπορούσε να βγει ο Bruno, αλλά μπορούσαν να μπαινοβγαίνουνε οι γάτες. Έτσι σιγά-σιγά γνωριστήκανε με πρωτοβουλία των ίδιων των γατιών, και μετά από κάνα μήνα μπόρεσα κι εγώ να τον αφήσω να κυκλοφορεί ελεύθερα στο σπίτι.
Η εξοικείωση του Bruno με τις γάτες ήταν βέβαια απαραίτητη, αλλά ήταν και ευεργετική για τον ίδιο. Βρέθηκε σε μια μικροκοινωνία ζώων που ούτε τον απειλούσανε ούτε θέλανε τίποτα από αυτόν, ούτε είχανε θέματα ιεραρχίας μαζί του, αλλά του προσφέρανε την ευκαιρία να είναι αυτός κοινωνικός και καλός μαζί τους, πράγμα πού ακριβώς έκανε. Τώρα τον έχουν μάθει κι οι αδέσποτες της γειτονιάς, και κάποιες στο παρκάκι της Γαζίας έφτασαν στο σημείο να του τρίβονται στο μουσούδι.
Το ίδιο καλοκαίρι του 2019 παρατήρησα κι άλλα πράγματα: (1) ο Bruno δεν ήξερε να παίζει, (2) φοβόταν τα λουριά και τις ζώνες, και (3) δεν ανέβαινε σε καναπέ ή κρεββάτι με τίποτα, όσο κι αν τον παρότρυνα. Τι κουκουνάρια του πετούσα, τι μπαλλάκια του τέννις του πήρα, εγώ τα πέταγα κι εγώ έτρεχα να τα πιάσω. Ήταν σαν να μην είχε παίξει ποτέ στη ζωή του και δεν ήξερε καν την έννοια του παιχνιδιού. Το λουρί το είδα στις βόλτες, όταν άλλαζα χέρι και τύχαινε η πάνω άκρη του λουριού να διαγράψει ένα ημικύκλιο στον αέρα, κι αυτός τό ‘βλεπε απ’ την γωνία του ματιού του κι έσκυβε γρήγορα το κεφάλι. Δεν μιλάνε τα σκυλιά, αλλά και χωρίς λέξεις ξέρουνε να πουν πολλά. Και στο ράντσο που έχω στο σαλόνι (για τον σποραδικό επισκέπτη υποτίθεται, αλλά στην πραγματικότητα για τα ζώα) και που έχουν καταστρέψει ανεπανόρθωτα ή Ερατώ και οι γάτες, ακόμη δεν ανεβαίνει. Στρατιωτάκι τον είχανε, με ξύλο και καψόνι. Οι απόλυτα ηλίθιοι.
Εγώ τα παιδιά μου (ο μεγάλος είναι πια σαρανταπεντάρης) τα μεγάλωσα στη βάση του «είμαστε όλοι ισότιμοι, έστω κι αν εγώ είμαι λίγο πιο ισότιμος από ‘σας». Όχι με την καταχρηστική έννοια της φάρμας του Orwell, αλλά με την έννοια του ότι αν και όταν υπάρξει διαφωνία, αυτός που έχει την ευθύνη για τα παιδιά πρέπει να έχει και τον τελευταίο λόγο στην επίλυση της διαφωνίας, αλλιώς δεν μπορεί να έχει την ευθύνη τους. Ακριβώς την ίδια φιλοσοφία εφαρμόζω και με τα ζώα. Οι γάτες το ξέρουνε γιατί όλες εδώ μεγαλώσανε. Κι η Ερατώ, που την μάζεψα μεγάλη απ’ τον δρόμο, το κατάλαβε και το έμαθε στο άψε-σβήσε. Ο Bruno άργησε. Ήταν τόσο καταπιεσμένος που, ακόμη κι η ίδια η ιδέα του ότι δικαιούται να έχει γνώμη, του ήτανε παράδοξη. Για να μην πω τίποτα για αυτοπεποίθηση. Τά ‘μαθε στο τέλος μέσες-άκρες, αλλά του πήρε πάνω από δυο χρόνια (και τώρα διαπληκτιζόμαστε που και που στο δρόμο αν θα πάμε από εδώ ή από εκεί, και το χαίρομαι, όσο κι αν με κουράζει).
Όσο για την δύσκολη οικειότητα, ο Bruno έχει πια γίνει κολλητήρι και τρομερά χαδιάρης. Κοιμάται δίπλα στο κρεββάτι μου και με ακολουθεί παντού. Πάω στο σαλόνι κι έρχεται και ξαπλώνει κάτω απ’ το γραφείο ή κολλητά στην καρέκλα μου. Πάω στην κουζίνα να φτιάξω καφέ και ξαπλώνει ακριβώς απ’ έξω στο διάδρομο και με κοιτάει. Το πρωί με ξυπνάει με μια γλυψιά στα μούτρα, και κάθεται αμέσως μετά δίπλα στο κρεββάτι για να τον χαϊδέψω. Έρχεται κι ακουμπάει το σαγόνι του στο μηρό μου και με κοιτάει στα μάτια με ύφος παρακλητικό, «χάιδεψέ με, αγάπησέ με». Κι όταν κάτι θέλει, δεν διστάζει να με κοιτάει στα μάτια και να με γαβγίζει από μισό μέτρο απόσταση, γιατί είναι ένας ανώριμος, ανυπόμονος, επίμονος και φωνακλάς. Λοιπόν τα τελευταία δυο δαγκώματα, το έκτο και το έβδομο, που κολλάνε; Πως είναι δυνατόν αυτό το γλυκύτατο σκυλί στα καλά καθούμενα να με κατακρεουργεί; Τι το πιάνει και γιατί; Αυτό θέλω να μου πείτε εσείς που ξέρετε τις λεπτομέρειες που δεν ξέρω εγώ, του πως, πότε, κάτω από ποιες περιστάσεις, γιατί, και με τι, τον κακοποιούσαν στο παρελθόν. Ή, αν δεν τις ξέρετε, να μου πείτε ποιός μπορεί να τις ξέρει και που να τον βρω. Ή αν δεν το ξέρετε ούτε αυτό, να κοινοποιήσετε αυτό το κείμενο όπου νά ‘ναι, μέχρι η τύχη να βοηθήσει να βρεθεί κάποιος που κάτι ξέρει.