Δαγκώματα

Την πρώτη φορά τη ανέφερα ήδη: στο κτηνιατρείο την ίδια μέρα που τον μάζεψα. Και έφταιγα εγώ. Περιμέναμε απ’ έξω μια χαρά, αλλά όταν μας άνοιξε την πόρτα η κτηνίατρος και είπε «περάστε», ο Bruno κάθισε και δεν έμπαινε με τίποτα. Ακούμπησα το χέρι μου στην κοιλιά του για να τον ανασηκώσω, και γύρισε και μου πάτησε τρεις δαγκωματιές με τα πίσω δόντια στην παλάμη. Το ενδιαφέρον εδώ δεν είναι τόσο το ότι με δάγκωσε, αλλά το ότι δεν προειδοποίησε. Ούτε δυσφορία, ούτε γρύλισμα, ούτε τίποτα· κατ’ ευθείαν στο ψαχνό. Ήταν καθαρά δάγκωμα άμυνας.

Την δεύτερη φορά έφερα ένα σάντουιτς απ’ το φούρνο, το έφαγα, κι άφησα τη σακούλα πάνω στο τραπέζι. Ο Bruno την πήρε κι άρχισε να την μασάει. Τον είχα ήδη δυο μήνες κι είχαμε εξοικειωθεί πολύ – ή έτσι νόμιζα. Σκέφτηκα «αν πάω να του την πάρω μπορεί να με δαγκώσει, αλλά πρέπει να δοκιμάσω» και το έκανα έτοιμος να τραβήξω το χέρι μου αν χρειαστεί. Όχι μόνο δεν πρόλαβα να το τραβήξω και μού ‘κανε δυο ωραίες τρύπες με τους κυνόδοντες, αλλά συνέχισε να μου επιτίθεται με μανία ακόμη και μετά που το τράβηξα. Έκανα πίσω, σκουντούφλησα στην καρέκλα που ήταν από πίσω μου κι έπεσα ανάσκελα στο πάτωμα πίσω απ’ την καρέκλα, και αυτό με έσωσε γιατί έτσι βρέθηκε η καρέκλα ανάμεσά μας και την έκανα ασπίδα.

Την τρίτη φορά είχε καθίσει δίπλα μου σε γωνία 120 μοιρών, δηλαδή δεξιά μου βλέποντας σχεδόν προς την αντίθετη κατεύθυνση, και τον χάιδευα. Προφανώς του άρεσε πολύ, γιατί σήκωνε σιγά-σιγά το κεφάλι του προς τα πάνω σαν να αγαλλίαζε, μέχρι που το σήκωσε τόσο που είδα τα μάτια του. Ήταν κατάμαυρα, σαν η κόρες των ματιών να είχαν γεμίσει ολόκληρα τα μάτια, και φαίνονταν πολύ αφύσικα και απειλητικά. Ένα μικροκλάσμα δευτερολέπτου μετά που συναντήθηκαν οι ματιές μας, ήταν ήδη όρθιος και με δάγκωνε.

Αυτά τα κατάμαυρα μάτια που δεν διαβάζονταν καθόλου και δείχνανε τρελλό συνέχισα να τα βλέπω που και που για αρκετούς μήνες και τα φοβόμουνα και αναρωτιόμουνα αν είναι τίποτα νευρολογικό. Αποδείχθηκε ψυχολογικό: έδειχναν ενστικτώδη φόβο. Μετά το φθινόπωρο του 2019 δεν θυμάμαι να τα ξαναείδα.

Η τέταρτη φορά ήρθε αργά ένα βράδυ. Εγώ καθόμουνα στο κομπιούτερ κι εκείνος ήταν ξαπλωμένος κολλητά δίπλα μου. Είχα πιει αρκετά, ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί κι ίσως και παραπάνω. Σε μια αυθόρμητη κίνηση αγάπης του χάιδεψα τα πλευρά από μπρος έως πίσω, αν και του μίλησα πρώτα και βεβαιώθηκα ότι δεν κοιμότανε για να μην τον τρομάξω. Πετάχτηκε πάνω και μου δάγκωσε το χέρι και το μπράτσο με μανία.

Η πέμπτη φορά δεν μετράει. Είμασταν βόλτα στο άλσος Συγγρού, τα σκυλιά το ένα δίπλα στο άλλο μπροστά μου σε λουρί σ’ ένα στενό μονοπάτι, όταν ένας λυτός σκύλος στο μπόι του Bruno ήρθε από την αντίθετη κατεύθυνση και του επιτέθηκε. Η αφεντικίνα του άλλου σκύλου παρέλυσε, η Ερατώ άδραξε την ευκαιρία να επιτεθεί στα πλευρά του Bruno, κι εγώ έβαλα το χέρι μου ανάμεσα στα δυο σκυλιά μου για να βγάλω την Ερατώ από την μέση ώστε να μπορέσω να μπω ανάμεσα στον Bruno και τον άλλο σκύλο. Ο Bruno αντιλήφθηκε το χέρι μου αμέσως και μου πάτησε κι εμένα μια. Μέσα στο χάος του καβγά δεν του το καταλογίζω, αν και είναι ενδιαφέρον το ότι την Ερατώ που τον δάγκωνε την αγνόησε τελείως (και σωστά, γιατί ο άλλος σκύλος ήταν πολύ πιο επικίνδυνος και τα δαγκώματα της Ερατώς είναι σχεδόν συμβολικά), αλλά το χέρι μου το αντιλήφθηκε ως κίνδυνο άξιο άμυνας. Αυτό έγινε τέλη Αυγούστου ή αρχές Σεπτεμβρίου του 2019 και για πολύ καιρό νόμιζα ότι ήταν και η τελευταία φορά.

Έκτη φορά με δάγκωσε αρχές Μαρτίου του 2021 κι αυτή ήταν κι η χειρότερη μέχρι στιγμής. Από τέλη Φεβρουαρίου έβλεπε εφιάλτες δυο-τρεις φορές κάθε μέρα, γύρω στις δώδεκα μέρες συνεχόμενες. Μετά ξυπνούσε με μια κοφτή κραυγή και γρύλιζε απειλητικά για 10-20 δευτερόλεπτα, και μετά ηρεμούσε. PTSD υποψιάζομαι, μετατραυματικό σύνδρομο στρες, γιατί έναν εφιάλτη μπορεί να δούμε όλοι που και που, αλλά δυο βδομάδες σερί και πολλές φορές τη μέρα είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Όπως και νά χει, ήταν ξεκάθαρα προφανές ότι μέχρι να καταλάβει που βρίσκεται και να ηρεμήσει ήταν πολύ επικίνδυνος, οπόταν εγώ υιοθέτησα τη στρατηγική του να μην κουνιέμαι και να μην τον κοιτάζω και μόνο να του μιλάω με χαμηλή και καθησυχαστική φωνή για να συνειδητοποιήσει ότι είναι ασφαλής και δεν συμβαίνει τίποτα. Κι όμως 8 Μαρτίου χαράματα πήγαν στραβά τα πράγματα. Έχω ένα dimmer ψηλού ποδιού δίπλα στο κρεββάτι μου και κοιμόμασται πάντα μ’ένα χαμηλό ημίφως γιατί κάποιος μου είπε ότι ο Bruno φοβάται το σκοτάδι. Ξύπνησα από την κοφτή κραυγή του όταν ξύπνησε απ’ τον εφιάλτη του κι άρχισε να γρυλίζει, αλλά τον είδα πολύ αλαφιασμένο και σκέφτηκα να δυναμώσω λίγο το φως για να καταλάβει που βρίσκεται. Έβγαλα λοιπόν το χέρι από κάτω από το πάπλωμα για να δυναμώσω το dimmer και αυτό αποδείχθηκε μεγάλο λάθος. Μου χύμηξε μαινόμενος και μου το άρπαξε. Εγώ πετάχτηκα όρθιος στο κρεββάτι για να βάλω λίγη απόσταση μεταξύ μας, αλλά είναι μεγάλο σκυλί και το μόνο που κατάφερα ήταν να μου αρπάξει και το άλλο χέρι. Με έκανε κομμάτια. Τρεις απ’ τους τέσσερεις τοίχους του υπνοδωματίου και όλο το πάτωμα γέμισαν αίματα, και το μόνο που πρόδιδε ότι δεν είχε γίνει βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας εκεί μέσα είναι ότι τα τζάμια ήταν ακόμη ολόκληρα.

Αυτή τη φορά αναγκάστηκα να καλέσω το ΕΚΑΒ. Μέχρι να φτάσω στον Ευαγγελισμό ήμουνα σε κατάσταση σοκ, αυτό που συμβαίνει όταν αρχίσουν να κλείνουν τα αγγεία των άκρων για να διαφυλάξουν την παροχή αίματος στον εγκέφαλο. Εκεί όταν είδαν την κατάστασή μου σηκώσανε τα χέρια ψηλά· ράψανε πρόχειρα τα χειρότερα σημεία και με ξαποστείλανε στο ΚΑΤ.

Κλικ στις εικόνες για μεγέθυνση

Έτσι είναι ο κακός αυτός ο κόσμος: άλλος κακοποιεί το σκύλο του, άλλος πληρώνει τα σπασμένα. Και συνήθως αυτός που κακοποιεί το σκύλο του, δέρνει και τα παιδιά του και τη γυναίκα του. Γιατί είναι άντρας αυτός και πρέπει να τον υπακούνε – νομίζει, ο κομπλεξικός ανεγκέφαλος που δεν καταλαβαίνει ότι είναι μια τραγική και γελοία παρωδία ανδρισμού.

Το έβδομο δάγκωμα, 5 Ιανουαρίου του 2022, ήταν και το πιο σουρεαλιστικό. Μάζεψα τα πράγματά μου – τσιγάρα, τηλέφωνα κλπ – και κατευθυνόμασταν απ’ το σαλόνι στο υπνοδωμάτιο να πάμε για ύπνο. Μπροστά η Ερατώ, από πίσω ο Bruno κι από πίσω εγώ· την ξέρουν καλά τη ρουτίνα τα σκυλιά και φεύγουν πρώτα. Στην είσοδο του υπνοδωματίου, στα καλά καθούμενα, χωρίς να έχει συμβεί απολύτως τίποτα, έτσι όπως απλά μπαίναμε μέσα, γύρισε ο Bruno και με άρπαξε. Σαν να είδε φάντασμα, δεν ξέρω τι του κατέβηκε. Αστραπιαία γύρισε και η Ερατώ και του επιτέθηκε από πίσω για να με υπερασπιστεί. Εγώ έβαλα το αριστερό χέρι πίσω απ’ την πλάτη μου για να το προστατέψω, αλλά άφησα το δεξί μπροστά μου ενώ προσπαθούσα να σπρώξω την Ερατώ με το πόδι να φύγει, μην τυχόν και της επιτεθεί κι εκείνης ο Bruno.

Είναι ζήτημα αν κράτησε 4-5 δευτερόλεπτα η επίθεση, αλλά ήταν αρκετά: δυο τρύπες από κυνόδοντες στο μπράτσο μου, μια από πάνω και μια από κάτω που μάλλον χτύπησαν κόκκαλο κι οι δυο, κι άλλες πολλές πιο μικρές. Ένα κοινό είχε αυτή η επίθεση με την τέταρτη: είχα πιει αρκετό κόκκινο κρασί. Αν έχει αυτό καμιά σχέση ή όχι, δεν έχω ιδέα. Όμως δυο μέρες αργότερα επαναλήφθηκε το σενάριο της έκτης επίθεσης, κάτι που ξανά παραπέμπει σε PTSD. Αυτή τη φορά κουκουλώθηκα τελείως με το πάπλωμα, κρατώντας το ψηλά από μέσα για να του παρουσιάζω ένα άμορφο πάπλωμα χωρίς σχήμα ανθρώπου. Με άκουγε βέβαια που ανέπνεα μέσα σαν ατμομηχανή, αλλά δεν έκανε τίποτα· στάθηκε εκεί γύρω στο ένα λεπτό και μετά έφυγε και πήγε και ξάπλωσε.

Συνολικά ξέρω καμιά δεκαπενταριά δαγκώματα συμπεριλαμβανομένων και των δικών μου. Ένα αξοσημείωτο κοινό έχουνε όλα: μόνο το εκάστοτε αφεντικό του έχει ποτέ δαγκώσει, και μόνο στα χέρια. Απ’ όσο ξέρω ποτέ δεν δάγκωσε πόδι, κώλο, λαιμό ή τίποτ’ άλλο, ούτε άλλον άνθρωπο εκτός από τ’ αφεντικό του της στιγμής, ούτε άλλο ζώο. Χέρια τον δέρνανε, χέρια φοβάται.